καλοκαρδιά

καλοκαρδιά
η (Μ καλοκαρδία)
1. ευφρόσυνη διάθεση, καλή, ανοιχτή καρδιά, καλοκαγαθία
2. ευθυμία, ευχάριστη διάθεση, ιλαρότητα
νεοελλ.
ψυχική αγαθότητα, καλοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοκαρδιάζω — (Μ) [καλοκαρδιά] ευφραίνω, καλοκαρδίζω, χαροποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”